Ήταν μια όμορφη χειμωνιάτικη μέρα. Το Μαρτίνο ντυμένο στα εθνικά χρώματα. Κατανυχτική δοξολογία, κατάθεση στεφάνων στο Μνημείο, παρέλαση και μετά στο Δημαρχείο καμαρώσαμε τους επιτυχόντες στα ΑΕΙ και ΤΕΙ που βράβευσε ο Δήμος μας με τιμητική πλακέτα και χρηματικό ποσό. Το πρόγραμμα της γιορτής έκλεισε με τη δεξίωση στο καφενείο του Γιάγκου.
Και τώρα μερικά αποσπάσματα από το βιβλίο του Τριαντάφυλλου Παπαναγιώτου «Λοκρικό εικοσιένα η μάχη του Μαρτίνου».
3. Η μοιραία για τον Μαχμούτ
σύγκρουση στο Μαρτίνο
Ι Συνεννόηση πασάδων
Κάτω απ’ αυτές τις τόσο δύσκολες συνθήκες ο Μαχμούτ αποφασίζει να χτυπήσει τις δυνάμεις του Βάσσου Μαυροβουνιώτη, που είχαν ταμπουρωθεί στο Μαρτίνο. Η επίθεση σχεδιάστηκε, ύστερα από συννενόηση με τον Ομέρ πασά της Εύβοιας15, ο οποίος τον διαβεβαίωσε ότι θα έσπευδε κι αυτός ταυτόχρονα να προσβάλει το Βάσσο16. Έπρεπε να χτυπηθούν και να διαλυθούν οι υπερασπιστές του Μαρτίνου, για να ελευθερωθεί ο δρόμος Λαμίας - Αταλάντης - Αρμυρών - Τραγάνας - Μαρτίνου - Ακραιφνίου - Θηβών έτσι, ώστε να μπορούν να φτάνουν ενισχύσεις στη Θήβα και Χαλκίδα από Λαμία και Θεσσαλία.
Το σχέδιό του ο Μαχμούτ το κράτησε μυστικό. Όλα έδειχναν πως η επίθεση θα γινόταν κατά των οχυρωμένων στο Στεβενίκο Ελλήνων. Αλλά «άξαφνα και ανελπίστως» ξεκίνησε από τη Λειβαδιά, «μέσω Σκριπούς», με 3000 πεζούς και 500 καβαλαραίους και στα ξημερώματα της 28ης Ιανουαρίου (1829) πλησίαζε στο Μαρτίνο.
ΙΙ Διάταξη της χιλιαρχίας
του Βάσσου
Ο χιλίαρχος Βάσσος Μαυροβουνιώτης, που είχε πληροφορηθεί τα σχέδια του Μαχμούτ, άρχισε να οχυρώνεται μέσα στο Μαρτίνο, κλείνοντας όλους τους δρόμους με πετρόχτιστα οδοφράγματα κι αφήνοντας μόνο τον κεντρικό δρόμο του χωριού ελεύθερο, για να μπουν οι Τούρκοι.
Τοποθέτησε ακόμα τους άνδρες του μέσα στις κατάλληλότερες οικίες, χτίζοντας πόρτες και παράθυρα και συνιστώντας στους στρατιώτες του να τηρήσουν απόλυτη σιγή και να μην πυροβολήσουν σε περίπτωση που θα γινόταν η εισβολή. Τα τμήματα τοποθετήθηκαν ως εξής17:
Το σώμα του Τριανταφύλλου Τζουρά οχυρώθηκε σε σπίτια που βρίσκονταν στην είσοδο του χωριού, το δε τμήμα του Ιωάννη Κλήμακα στο κέντρο του Μαρτίνου έτσι, ώστε και τα σπίτια να υπερασπίζει και τον Τριαντάφυλλο Τζουρά να ενισχύει. Ο αρχηγός Βάσσος, με στρατιωτικό απόσπασμα εκατό αντρών, περιφερόταν ανοχύρωτος, για να επιτηρεί, να ενθαρρύνει και να σπεύδει όπου η ανάγκη το απαιτούσε.
ΙΙΙ Αψιμαχία
Στις 28 του Γενάρη, πρωί πρωί, τα «προκεχωρημένα» παρατηρητήρια της Στ’ χιλιαρχίας είδαν, ως δύο ώρες μακριά από το Μαρτίνο, μερικούς Τούρκους ιππείς να έρχονται κατά το χωριό. Αμέσως ο αγγελιοφόρος έσπευσε να ειδοποιήσει το Βάσσο. Στην αρχή ο Μαυροβουνιώτης τους θεώρησε λαφυραγωγούς και έστειλε διακόσιους περίπου άντρες, για να προφυλάξουν τα πρόβατα των βλάχων Σαρακατσαναίων.
Προχωρώντας όμως οι δύο εκατονταρχίες, ως μία ώρα, συνάντησαν την εμπροσθοφυλακή των Τούρκων που την αποτελούσαν εκατόν πενήντα καβαλαραίοι.
Η ελληνική περίπολος έπιασε θέσεις μάχης και ήταν έτοιμη να αμυνθεί. Βλέποντας όμως σε λίγο όλο τον εχθρικό στρατό να πλησιάζει, οπισθοχώρησαν, ύστερα από αψιμαχία, κανονικά και γύρισαν στο Μαρτίνο, μεταφέροντας και έναν πληγωμένο. Εκεί οχυρώθηκαν στις θέσεις που ο αρχηγός τους είχε ορίσει.
Εν τω μεταξύ φαίνεται ότι ο Μαχμούτ έκρινε φρονιμότερο να μην επιτεθεί αμέσως, αλλά, αφού λάβει μέτρα ασφαλείας, να στρατοπεδεύσει δυτικά του Μαρτίνου. Έτσι την επομένη θα είχε ολόκληρη τη μέρα μπροστά του, ώστε να χτυπήσει αποφασιστικά τον Μαυροβουνιώτη.
Μόλις γύρισαν οι δύο εκατονταρχίες στο Μαρτίνο, ο Βάσσος βγήκε από το χωριό, με μια ομάδα επίλεκτων στρατιωτών του, για να κάνει αναγνώριση και για να εξακριβώσει ποιες ήταν οι πραγματικές προθέσεις του εχθρού. Από τις θέσεις που είχαν καταλάβει οι Τούρκοι και από τις κινήσεις τους διαπίστωσε ότι είχαν σκοπό να τον πολεμήσουν στο Μαρτίνο. Χωρίς χρονοτριβή διέταξε δύο πεζούς να σπεύσουν προς τον αρχηγό της Η’ χιλιαρχίας Διονύση Ευμορφόπουλο, που βρισκόταν στο Γαϊδουρονήσι της Τραγάνας, και να του πουν ότι έπρεπε να τρέξει με τη χιλιαρχία του, κατά τα ξημερώμετα, για να τον βοηθήσει18.
Την επόμενη, 29 Ιανουαρίου πρωί πρωί, οι Τούρκοι προχώρησαν προς το Μαρτίνο και πλησίασαν τους δικούς μας σε απόσταση βολής πιστολίου. Ο Μαχμούτ διηύθυνε προσωπικά την επίθεση και ήταν επικεφαλής του ιππικού του. Μετά από τη συνήθη προσευχή τους ο Μαχμούτρ διέταξε γενική επίθεση εναντίον του χωριού.
ΙV Το στρατήγημα
Ένα απόσπασμα του Βάσσου, που είχε βγει έξω από το Μαρτίνο, προσποιήθηκε ότι ήθελε να εμποδίσει την προέλαση και την είσοδο των Τούρκων στο χωριό.
Με συνεχείς, λοιπόν, πυροβολισμούς οι στρατιώτες του αποσπάσματος εμπόδιζαν τους επιτιθέμενους και ταυτόχρονα υποχωρούσαν κανονικά μέχρι που μπήκαν στο χωριό. Εκεί ενώθηκαν με τους εκατόν επίλεκτους του αποσπάσματος του Βάσσου, που βρίσκονταν στο ανατολικό άκρο του Μαρτίνου. Οι Τούρκοι, χωρίς να εννοήσουν το στρατήγημα, μπήκαν στο χωριό και προχώρησαν ανενόχλητοι σχεδόν μέχρι το μέρος που ήταν η δύναμη του Βάσσου. Οι Έλληνες, που μέχρι εκείνη τη στιγμή - κατά διαταγή του Μαυροβουνιώτη - έστεκαν σιωπηλοί και ακίνητοι, τους δέχτηκαν με γενικό και συντονισμένο πυροβολισμό από όλες τις οχυρές θέσεις που κατείχαν. Ταυτόχρονα οι ταμπουρωμένοι στα ακραία σπίτια στρατιώτες του Τριαντάφυλλου Τζουρά και εκείνοι, που κρατούσαν τα γύρω από το μεσοχώρι σπίτια, του Γιάννη Κλήμακα χτυπούσαν στο «ψαχνό» τους ανύποπτους εισβολείς. Οι Τούρκοι αιφνιδιασμένοι αναζητούσαν τόπο για να σωθούν.
V Πανικός και πανωλεθρία
Η ταραχή και η σύγχυση των Τούρκων του Μαχμούτ κατέληξαν σε πανικό, όταν οι εχθροί κατάλαβαν πως είναι αποκλεισμένοι και πως δεν υπάρχει διέξοδος για να γλυτώσουν από την καταστροφή. «Δοκιμάσαντες οι Τούρκοι να διέλθωσι το χωρίον και εξέλθωσιν εκ του άλλου μέρους, όπως αποφύγωσι το ταχύτερον την φθοράν, ην εκ των οικι΄νν υφίσταντο, εύρον τας εξόδους των οδών κτισμένας»19.
Σ’ αυτή τη δύσκολη για τους εχθρούς ώρα ο αρχηγός Βάσσος πηδάει πρώτος έξω από τα οχυρώματα και με τα ίδια του τα χέρια σκοτώνει τρεις Τούρκους. Πριν από λίγο έχει πέσει κατά γης, μπροστά στα μάτια των πανικόβλητων εισβολέων, και ένας «από τους πρωτίστους των Τούρκων. Οι Έλληνες πλάι στον αρχηγό τους, έξω από τα οχυρωμένα σπίτια και τα ταμπούρια τους, με τα σπαθιά ή τα γιαταγάνια στα χέρια τους, κυνηγούν τους εχθρούς. Άδικα ο Μαχμούτ ρίχνει στη μάχη τις εφεδρείες του. Η αντεπίθεσή του, όσο σφοδρή κι αν είναι, αποκρούεται. Οι ορμητικά αντεπιθέμενοι και με αταξία υποχωρούντες Τούρκοι συνθλίβονται μέσα στα ίδια στενά σοκάκια του Μαρτίνου. «Έπιπτον οι υποχωρούντες προς τους όπισθεν ερχόμενους Τούρκους και ούτω γενική επήλθεν σύγχυσις και γενική η φυγή»20.
Οι στρατιώτες πεισματωμένοι, με ορμή ασυγκράτητη, κυνήγησαν τους στρατιώτες του Μαχμούτ ως δύο ώρες μακριά από το Μαρτίνο. Αναγκάσθηκαν όμως να γυρίσουν στο Μαρτίνο, διότι ο αιφνίδιος χειμώνας τους εμπόδισε21.
VII Απώλειες
Σ’ αυτή τη σύγκρουση ο Μαχμούτ έχασε διακόσιους στρατιώτες, είχε όμως πολύ περισσότερους πληγωμένους, από τους οποίους είναι σίγουρο πως λίγοι έφτασαν, εξαιτίας της σφοδρής χιονοθύελλας, στη Λειβαδιά. Στα χέρια του Βάσσου έπεσαν τρεις τουρκικές σημαίες και πολλά λάφυρα.
Όλες οι ιστορικές πηγές της εποχής εκείνης αναφέρονται στη γεμάτη πείσμα και αποφασιστικότητα αναμέτρηση των αντιπάλων και συμφωνούν πως ο Μαχμούτ πασάς έπαθε τέτοια πανωλεθρία και ταπεινώθηκε τόσο, που η υπεροψία του ποτέ δεν τον άφηνε να τη φαντασθεί.
O Νικόλας Κασομούλης γράφει πως οι Τούρκοι «αμπωσθέντες από τους ανδρείους στρατιωτικούς της χιλιαρχίας του Βάσσου δια σφοδρού πυρός, αφού άφησαν 9 (;) σημαίας, ίππους, 300 φονευμένους και αρκετούς πληγωμένους εις το πεδίον της μάχης, έδωσαν τα νώτα με μεγάλη καταισχύνη»22.
Όσο για τις απώλειες των δικών μας ο Δημήτρης Υψηλάντης στην από 6 Φεβρουαρίου 1829 αναφορά του προς το Γενικό Φροντιστήριο αναφέρει: «Το θαυμαστικότερον εις ταύτην την μάχην είναι ότι από τους ημετέρους ούτ’ εφονεύθη επληγώθη κανείς, εκτός του πληγωθέντος την πρώτην ημέραν»23.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Δεν μένει καμία αμφιβολία ότι χωρίς τον Βάσσο Μαυροβουνιώτη, χωρίς τη νίκη τη δοξασμένης στα χώματα του Μαρτίνου Στ’ χιλιαρχίας, ο Μαχμούτ πασάς θα αλώνιζε ανενόχλητα τη Λοκρίδα, τη Βοιωτία και την Αττική. Μέσα στις τόσες που δημιουργήθηκαν αντίξοες συνθήκες οι χιλιαρχίες δεν θα άντεχαν και η μία ύστερ’ απ’ την άλλη θα διαλύονταν.
Έτσι οι Τούρκοι, εδραιώνοντας την απόλυτη κυριαρχία τους στην Ανατολική Ρούμελη, δεν θα έπεφταν στην ενέδρα που τους έστησε ο Δ. Υψηλάντης στην Πέτρα της Βοιωτίας. Κάτι τέτοιο όμως θα ήταν καταστρεπτικό για τους αγωνιζόμενους Έλληνες.
Επομένως η μάχη και η νίκη της Στ’ χιλιαρχίας στο Μαρτίνο στάθηκαν ανυπολόγιστα ευεργετικές για το αίσιο τέρμα του αγώνα.