Παρασκευή, 26 04 2024

Ο Οιδίπους Τύραννος του Σοφοκλή

 

Του Κυριάκου Π. Δεληγιάννη, φιλόλογου

(Συνέχεια από το προηγούμενο φύλλο)
 
Όταν ο Οιδίποδας έφθασε κοντά στη Θήβα τον σταμάτησε η Σφίγγα και του έθεσε το εξής αίνιγμα: «Πες μου, ποιο πλάσμα το πρωί περπατάει με τέσσερα πόδια, το μεσημέρι με δύο και το βράδυ με τρία; Κανένα άλλο πλάσμα πάνω στη γη δεν αλλάζει σαν αυτό. Όταν περπατάει με τα τέσσερα έχει λιγότερη δύναμη και κινιέται πιο σιγά από τις άλλες δύο φορές».
Ο Οιδίποδας δεν άργησε να δώσει απάντηση: «Είναι ο άνθρωπος. Όταν είναι νήπιο, στο πρωί της ζωής του, αρκουδίζει, έχει μικρή δύναμη,- όταν μεγαλώσει, στο μεσημέρι της ζωής του, βαδίζει με δυο πόδια,- στα γεράματα του, δηλ. το βράδυ της ζωής του, παίρνει μπαστούνι, για να στηρίζει το ασθενικό και κυρτωμένο του κορμί, και περπατάει, έτσι, με τρία πόδια».
Αυτό ήταν το αίνιγμα της Σφίγγας κι αυτή η λύση που του έδωσε ο Οιδίποδας. Αμέσως η Σφίγγα έπεσε απ’ το βράχο και σκοτώθηκε και έτσι ο λαός της Θήβας σώθηκε.
Οι Θηβαίοι από ευγνωμοσύνη προς τον Οιδίποδα του πρόσφεραν το χηρεύοντα θρόνο, τον έκαναν βασιλιά τους. Στη θέση του Λάιου ως τότε βασίλευε ο Κρέοντας, αδελφός της Ιοκάστης. Κι αυτός βρέθηκε σύμφωνος με το λαό. Έτσι επαληθεύτηκε ο χρησμός που πριν από πολλά χρόνια είχε δώσει το Μαντείο των Δελφών στο Λάιο.
Έγινε βασιλιάς ο Οιδίποδας, παντρεύτηκε τη χήρα του μακαρίτη Λάιου, την Ιοκάστη, και έκανε μαζί της τέσσερα παιδιά: τον Ετεοκλή και τον Πολυνείκη, την Αντιγόνη και την Ισμήνη. Το γραμμένο το τέλεσε κατά γράμμα: σκότωσε τον πατέρα του, παντρεύτηκε τη μητέρα του, έκανε μαζί της παιδιά.
Ο Οιδίποδας διοίκησε πολύ καλά τη Θήβα. Για πολλά χρόνια ησυχία και γαλήνη βασίλευε στην πόλη. Ξαφνικά, όμως, έπεσε μεγάλο θανατικό. Ο Απόλλωνας έστειλε μια φοβερή αρρώστια που θανάτωνε γέρους και νέους, τα χωράφια δεν έφερναν καρπό, τα κοπάδια ψοφούσαν. Ποια να ήταν η αιτία του κακού; Ποιος να έφταιγε; Έστειλε το γυναικάδελφο του Κρέοντα στους Δελφούς. Πήγε αυτός και γύρισε με τον εξής χρησμό: «ο Απόλλωνας πρόσταξε να διωχτεί από την πόλη ο άνθρωπος που με τις ανομίες του προξένησε τόσες συμφορές στους Θηβαίους». Ο άνθρωπος αυτός ήταν ο Οιδίποδας, αλλά ποιος το ήξερε;
Αλλά και ποιος δε θα το μάθαινε! Ουδέν κρυφόν υπό τον ήλιον. Ο μακρύς δρόμος που πήρε ο Οιδίποδας αναζητώντας το φονιά του Λάιου διέγραφε μια μεγάλη καμπύλη, η καμπύλη αυτή λίγο λίγο έκλεινε, ώσπου σχημάτισε έναν κύκλο: το τέλος συναντήθηκε με την αρχή! Ο Οιδίποδας βρέθηκε ενώπιος ενωπίω με τον εαυτό του. Ο Οιδίποδας γνώρισε τον εαυτό του. Πόσο αργά όμως! Όσο αργά γνωρίζει ο κάθε άνθρωπος τον εαυτό του. Ο αγώνας της αυτογνωσίας διαρκεί ολόκληρη ζωή... Αργά στη ζωή του ο άνθρωπος γίνεται σοφός, κι όχι χωρίς κόπους και δαπάνες και θυσίες.. .τότε μονάχα ανοίγεται η σκοτεινή οθόνη και φανερώνεται μ' όλη τη λάμψη και το μεγαλείο της η αλήθεια. Η λάμψη της είναι αστραπή, καίει, θα κάψει το δικό σου φως, τα μάτια σου, αλλά θα φωτίσει το νου και την ψυχή σου. Θα βλέπεις τότε με νέο φως και θα βλέπεις και τον κόσμο και τον εαυτό σου. Θα βλέπεις τον άνθρωπο στον εαυτό σου.
Ο μύθος λέει ότι ο Οιδίποδας, σαν έμαθε, τελευταίος απ' όλους, την αλήθεια, από το μάντη Τειρεσία και άλλους μάρτυρες, κι αφού είδε κρεμασμένη την Ιοκάστη (τη μητέρα και γυναίκα του), πήρε μια περόνη και την έμπηξε βαθιά μέσα στα μάτια του. Πώς μπορούσε πια να βλέπει τον κόσμο; Τυφλός και ανήμπορος πήρε το δρόμο της ξενιτιάς. Η Θήβα δεν μπορούσε να τονε κρατήσει πια. Αυτός ήταν η αιτία της μεγάλης συμφοράς της, αυτός ήταν το μίασμα. Όλοι τον έδιωχναν, κανένας δεν τον ήθελε κοντά του, κανένας δεν πήγαινε κοντά του. Μόνο η κόρη του η Αντιγόνη, η ευγενικιά και μεγαλόκαρδη, τον ακολούθησε στις περιπλανήσεις του και δεν έφυγε απ' το πλευρό του ως την τελευταία στιγμή της ζωής του. Προς το τέλος της ζωής του προστέθηκε στη συντροφιά τους και η Ισμήνη.
Σύμφωνα με το μύθο, όπως τον πραγματεύτηκε ο Σοφοκλής στις τραγωδίες του «Οιδίπους Τύραννος» και «Οιδίπους επί Κολωνώ», ο Οιδίποδας, ύστερα από πολλές περιπλανήσεις, έφτασε στον Κολωνό της Αθήνας, όπου βασίλευε ο Θησέας. Εκεί στον Κολωνό, στο άλσος των Ευμενίδων, εξαγνίστηκε ο Οιδίποδας, πέθανε και, εξαγνισμένος, έγινε δεκτός στον Άδη.
Τι έγινε στη Θήβα μετά τη φυγή του Οιδίποδα; Τη βασιλεία ανέλαβε προσωρινά ο Κρέοντας, αδελφός της Ιοκάστης. Όταν μεγάλωσαν τα δυο αγόρια, συμφώνησαν να βασιλεύουν ένα χρόνο ο ένας αδελφός κι ένα ο άλλος. Στο τέλος του πρώτου χρόνου ο Ετεοκλής, που βασίλευε πρώτος, αρνήθηκε να παραδώσει τη βασιλεία στο μεγαλύτερο αδελφό του, τον Πολυνείκη. Θυμωμένος ο Πολυνείκης έφυγε απ' τη Θήβα και πήγε στο Άργος, όπου φιλοξενήθηκε απ’ το βασιλιά Άδραστο. Ύστερα από λίγο καιρό παντρεύτηκε την κόρη του Αδραστου Δηιπύλη και σα γαμπρός του, εξασφάλισε την υπόσχεσή του πως θα τον βοηθούσε να επιστρέψει στη Θήβα και να πάρει το θρόνο. Έτσι και έγινε. Ο Πολυνείκης ζήτησε τη βοήθεια και άλλων ηγεμόνων της Ελλάδας και εξεστράτευσε εναντίον της πατρίδας του Θήβας, μ' εφτά στρατηγούς και με αρχηγό τον Άδραστο. Άγριες μάχες έγιναν ολόγυρα από τα τείχη της Θήβας. Ο Αργείτικος στρατός έπαθε αληθινή πανωλεθρία. Όλοι οι στρατηγοί σκοτώθηκαν. Μόνο ο Άδραστος κατόρθωσε να γλυτώσει καβάλα στο γρήγορο του άλογο. Πανηγύριζαν οι Θηβαίοι για τη νίκη τους.
Το κυριότερο επεισόδιο του πολέμου αυτού ήταν η μονομαχία των δυο αδελφών, Ετεοκλή και Πολυνείκη. Συγκρούστηκαν σαν άγρια θεριά και σκοτώθηκαν μπήγοντας το σπαθί του ο ένας στο κορμί του άλλου.
Βασιλιάς της Θήβας, ως στενότερος συγγενής των σκοτωμένων αδελφών, έγινε ο θείος τους Κρέοντας. Με απόφασή του, όλοι οι νεκροί του πολέμου θάφτηκαν με μεγάλες τιμές. Ο Ετεοκλής, μάλιστα, ανακηρύχθηκε εθνικός ήρωας και θάφτηκε με ιδιαίτερες τιμές. Τον Πολυνείκη, όμως, τον θεώρησε προδότη της πατρίδας του και διέταξε να μείνει άταφος.

 

Εφημερίδα

Χρησιμοποιούμε cookies για να βελτιώσουμε την εμπειρία σας στον ιστότοπό μας.Με την περιήγηση σε αυτόν τον ιστότοπο, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies.