Παρασκευή, 03 05 2024

Το Λούτσι

Το Λούτσι βρίσκεται στο ΒΑ τμήμα της Βοιωτίας και ανήκει στο Δήμο Ορχομενού. Διοικητικά από την απελευθέρωση και μετά ανήκε στο Δήμο Λαρύμνης της επαρχίας Λοκρίδας. Κατόπιν υπήρξε οικισμός της κοινότητας Μαρτίνου έως το 1929 που απετέλεσε ξεχωριστή κοινότητα σύμφωνα με το Π.Δ. 4-7-1929,ΦΕΚ. Α 221)1929. Το 1947 μαζί με τον Πύργο και τον Παύλο αποσπάστηκαν από την επαρχία Λοκρίδας του Νομού Φθιώτιδας και Φωκίδας και έγινε τμήμα του νομού Αττικής και Βοιωτίας. Με την δημιουργία πρώτα των Καποδιστριακών και μετά των Καλλικρατικών  Δήμων αποτελεί Τοπική Κοινότητα του Δήμου Ορχομενού. Η πρώτη μνεία του χωριού Λούτσι γίνεται στους Οθωμανικούς φορολογικούς καταλόγους του 1465 και του 1505, γεγονός που σημαίνει ότι πρέπει να υπήρχε τουλάχιστον ενάμιση αιώνα νωρίτερα. Δηλαδή, μπορούμε να τοποθετήσουμε την δημιουργία του όπως και των περισσότερων γειτονικών χωριών γύρω στο 1300μ.Χ.

 

 

Οι κάτοικοι του χωριού Λούτσι μαζί με του Πύργου,του Μαρτίνου, της Λάρυμνας όπως επίσης του Κόκκινου, του Μουρικίου και των Λουκισίων είναι κοινής καταγωγής από την ίδια Αρβανίτικη φάρα όπως φαίνεται από τα κοινά επώνυμα, έθιμα, διάλεκτο κ.λ.π.
Το χωριό μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα ήταν γεωργοκτηνοτροφικό με αρκετά καλές παραγωγές όπως φαίνεται και από τα κατάστιχα της φορολογίας των Οθωμανικών χρόνων. Η διαμονή των κατοίκων ήταν μοιρασμένη μεταξύ του Μαρτίνου και του Λουτσίου γιατί διέθεταν σπίτια και στα δύο χωριά. Επίσης οι ελιές και τα χειμαδιά ήταν στην περιοχή της Λάρυμνας που έχει πιο ήπιο κλίμα και τα αμπέλια με τα χωράφια στο Λούτσι. Στο τέλος του 19ου αιώνα μετά τους σεισμούς του 1894 και την δημιουργία των μεταλλείων η εγκατάσταση των περισσοτέρων κατοίκων γίνεται πλέον μόνιμη.
Τα μεταλλεία σιδηρονικελίου λειτούργησαν για 40 περίπου χρόνια έως την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η μεταφορά του μεταλλεύματος γινόταν με επίγειο δίκτυο σιδηροδρόμου και εναέρια μεταφορά (τελεφερίκ) από το Λούτσι στο Νησί της Τραγάνας όπου υπάρχει ακόμα η αποβάθρα φόρτωσης. Παρόμοιο μεταλλείο υπήρχε και στην Τσούκα περιοχή μεταξύ Λουτσίου-Μαρτίνου. Στο διάστημα αυτό υπήρξε μεγάλη ακμή και κίνηση στο χωριό και από ξένους Ιταλούς κυρίως αλλά και εργαζόμενους από πολλά μέρη της Ελλάδας και ως επί το πλείστον από την περιφέρεια της Κύμης όπου υπήρχαν έμπειροι μεταλλωρύχοι. Τότε δημιουργήθηκαν δύο συγκροτήματα των εργατικών κατοικιών-οι Κάμαρες- το γραφείο της Εταιρίας, το όμορφο πέτρινο σχολείο μας με την μεγάλη του αυλή και επίσης το δίκτυο ύδρευσης του χωριού με κεντρικές βρύσες την ίδια περίπου εποχή που αποκτούσε νερό η Αθήνα από το φράγμα του Μαραθώνα. Επίσης υπήρχαν εστιατόρια, καφενεία, παντοπωλεία, ταβέρνες κ.λ.π.
Μετά τον πόλεμο την δεκαετία του 1950 και του 1960 αν και σταμάτησε η λειτουργία των μεταλλείων υπήρξε σοβαρή γεωργική ανάπτυξη όπως και για όλη τη περιοχή, με την διανομή της Κωπαΐδας και τον σταδιακό εκμηχανισμό των καλλιεργειών. Τότε ίσως είχαμε και την μεγαλύτερη πληθυσμιακή αύξηση αφού το Δημοτικό Σχολείο αριθμούσε περισσότερους από 100 μαθητές σε σύνολο 400 περίπου κατοίκων.
Το χωριό τότε όπως και η ύπαιθρος γύρω με τα αμπέλια, τα καπνοχώραφα, τα σταροχώραφα και τα κοπάδια έσφυζε από ζωή. Στο τέλος της δεκαετίας του 1960 άρχισε για πρώτη φορά στα χρονικά η μετανάστευση στα μεγάλα αστικά κέντρα Αθήνα και μετά στη Λιβαδειά. Ως τότε ελάχιστοι κάτοικοι είχαν μετακινηθεί προς άλλα μέρη της χώρας αλλά και του εξωτερικού.
Στις αρχές του 1970 ανακόπηκε κάπως το ρεύμα της αστυφιλίας με την απασχόληση των κατοίκων στα εργοστάσια της ευρύτερης περιοχής. Μπορούμε να πούμε ότι η αστυφιλία τότε στο χωριό μας αλλά και στα υπόλοιπα γύρω χωριά δεν ήταν απαραίτητη διέξοδος τουλάχιστον από οικονομικής πλευράς γιατί και γη αρκετή  και καλή υπήρχε και απασχόληση για άντρες και γυναίκες στη βιομηχανία.
Η σημερινή κατάσταση του χωριού όπως και της περιοχής γενικότερα δεν μπορούμε να πούμε ότι είναι η καλύτερη από όλες τις απόψεις. Οι καλλιέργειες έχουν ελαττωθεί, η βιομηχανική απασχόληση είναι μικρή, η πληθυσμιακή κατάσταση είναι δραματική, λίγοι νέοι, λιγότερες νέες οικογένειες, ακόμα λιγότερα παιδιά και πολλοί γέροι.
Και όμως έχουμε να κάνουμε με μια προνομιούχα περιοχή από όλες τις πλευρές όπου η κατάσταση μπορεί να ανατραπεί προς το καλύτερο. Πολύ κοντά στην Εθνική Οδό, στην Αθήνα, στα βουνά και στις θάλασσες με εξαιρετικό κλίμα, καλή γη, έχει όλα τα προσόντα να εξελιχθεί αξιοποιώντας όλες τις δυνατότητες αλλά όχι βέβαια στην ίδια βάση που είχαμε έως τώρα. Οι καιροί είναι διαφορετικοί και χρειάζονται καινούργιες στέρεες βάσεις ανάπτυξης και δημιουργίας.
Τελειώνοντας, θα θέλαμε να αναφερθούμε στις πρωτοποριακές αποφάσεις των ιθυνόντων αλλά και του χωριού ολόκληρου όταν στην διάρκεια της κατοχής παρ' όλες τις δύσκολες συνθήκες της εποχής αποφασίστηκε και ανατέθηκε σε αρχιτέκτονα της Αταλάντης η χάραξη σχεδίου του χωριού με διαπλάτυνση και ευθυγράμμιση των δρόμων χωρίς κανείς να ζητήσει να αποζημιωθεί για την παραχώρηση της γης. Η ενέργεια αυτή βοήθησε αργότερα στην κυκλοφορία, την μεταφορά υλικών και προϊόντων στα σπίτια χωρίς κανένα πρόβλημα.
Θα ήταν ευχής έργο αν οι νεότεροι είχαν επεκτείνει το σχέδιο περιφερειακά του χωριού αντί να ανοίγουν αδιέξοδους ιδιωτικούς δρόμους.
Άλλη ενέργεια άξια θαυμασμού ήταν στις αρχές του 1950 η διάνοιξη σε εντελώς ευθεία γραμμή με προσωπική εργασία των κατοίκων του δρόμου Λουτσίου-Παύλου επίσης χωρίς οικονομικές απαιτήσεις από τους κατόχους των παρακείμενων αγρών.


Τοπική Κοινότητα Λουτσίου

 

Εφημερίδα

Χρησιμοποιούμε cookies για να βελτιώσουμε την εμπειρία σας στον ιστότοπό μας.Με την περιήγηση σε αυτόν τον ιστότοπο, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies.